- τόκος
- Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο.
Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την προσοχή των φιλοσόφων, των θεολόγων και των ηθικολόγων και σήμερα ακόμα προκαλεί περίπλοκα προβλήματα, στα οποία οι μελετητές δεν έχουν δώσει ομόφωνη απάντηση.
Η προσοχή των μελετητών, στο πέρασμα του χρόνου, στράφηκε διαδοχικά προς τη νομιμότητα του τ., τη φύση του, τον ρόλο του κλπ. Για όλη την περίοδο που ο δανεισμός γινόταν μόνο για καταναλωτικές ανάγκες, το πρόβλημα αφορούσε μόνο τη νομιμότητα του τ.: ασκούμενος με σκληρούς όρους, ο δανεισμός χρημάτων καταδικαζόταν γενικά από τους αρχαίους και τους μεσαιωνικούς φιλόσοφους. Αφού αμβλύνθηκε με την επίδραση του εμπορικού κεφαλαιοκρατισμού, η καταδίκη αυτή ανατράπηκε με την εμφάνιση του βιομηχανικού κεφαλαιοκρατισμού. Από τότε και για πολύ καιρό, το ζήτημα δεν ήταν πλέον αν ο τ. ήταν ή δεν ήταν νόμιμος από άποψη δικαίου (ηθικό ζήτημα), αλλά περισσότερο αν η φύση και η καταγωγή του προνομίου που απολάμβανε μόνο ο ιδιοκτήτης ενός κεφαλαίου, όταν, χωρίς να προσφέρει προσωπικά κανενός είδους εργασία, εισέπραττε περιοδικά κέρδη ενώ διατηρούσε το κεφάλαιό του άθικτο, ήταν οικονομικά δικαιολογημένη. Οι θεωρίες που είχαν τη μεγαλύτερη επιτυχία μεταξύ των οικονομολόγων του 19ου αι. ήταν η θεωρία της εγκράτειας (Ρικάρντο, Σένιορ), που εξηγούσε τον τ. ως συνέπεια της αποταμίευσης, η λεγόμενη θεωρία της εκμετάλλευσης (Μαρξ, Ροντμπέρτους), που εξηγεί τον τ. (υπεραξία), με την καπιταλιστική εκμετάλλευση της εργασίας των εργατών, και η λεγόμενη θεωρία της παραγωγικότητας του κεφαλαίου, κατά την οποία τ. παράγει όχι το χρήμα, αλλά το κεφάλαιο: υπάρχει τ. επειδή το κεφάλαιο είναι παραγωγικό, με την έννοια ότι εκείνος που το διαθέτει αποκτά μεγαλύτερη ποσότητα αγαθών από εκείνον που δεν το διαθέτει. Στα τέλη του 19ου αι. ο Μπομ-Μπάβερκ, αφού επέκρινε τις προηγούμενες θεωρίες, πρότεινε μια δική του, υποστηρίζοντας ότι ο τ. προέρχεται από το γεγονός ότι οι άνθρωποι, για οικονομικούς, ψυχολογικούς ή τεχνικούς λόγους, αποδίδουν μεγαλύτερη αξία στα αγαθά που υπάρχουν παρά στα μελλοντικά αγαθά.
Όλες αυτές οι διαφορετικές θεωρίες έχουν το κοινό στοιχείο ότι δίνουν στον τ. μια μοναδική εξήγηση. Γι’ αυτό ονομάστηκαν μονόπλευρες θεωρίες, σε αντίθεση με τις δίπλευρες θεωρίες οι οποίες αναφέρονταν συγχρόνως στην καμπύλη της προσφοράς, όσο και στην καμπύλη της ζήτησης. Ο Λαντρί π.χ. χρησιμοποιεί την έννοια της παραγωγικότητας του κεφαλαίου για να εξηγήσει τη ζήτηση και την έννοια της εγκράτειας για να εξηγήσει την προσφορά. Aυτός όμως που εισήγαγε τη θεωρία του τ. στο γενικό πλαίσιο του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης ήταν ο Φίσερ. Ο τ. είναι μια τιμή που πρέπει να κριθεί με τα μέτρα κάθε άλλης τιμής και που καθορίζεται –όπως και αυτές– από τη συνάρτηση της προσφοράς και της ζήτησης. Στην περίπτωση της αποταμίευσης η τιμή αυτή εκφράζεται με τη μορφή ενός ποσοστού του ποσού που δανείζεται, και που ονομάζεται επιτόκιο, το οποίο υπάρχει κάθε στιγμή σε μια αγορά και χρησιμεύει για την εξισορρόπηση των ποσοτήτων αποταμίευσης που ζητούνται και προσφέρονται. Ο τ. είναι πραγματικά η τιμή που προσφέρεται στους αποταμιευτές ως αμοιβή, επειδή δεν έκαναν άμεση κατανάλωση· κάθε αύξηση του επιτοκίου είναι γι’ αυτούς ένα κίνητρο για να αποταμιεύσουν περισσότερα (και αντίστροφα). Συγχρόνως ο τ. είναι η τιμή που οφείλουν να πληρώσουν οι επιχειρηματίες για να πάρουν τις αποταμιεύσεις που θα επενδύσουν σε κεφαλαιουχικά αγαθά. Οι επιχειρηματίες μπορούν να κάνουν επενδύσεις σε παραγωγικά αγαθά μόνο εφόσον η καθαρή απόδοσή τους (μεγαλύτερη αξία της παραγωγής, μείωση των δαπανών συντήρησης και απόσβεσης) δεν γίνεται (με την επίδραση του νόμου της φθίνουσας παραγωγικότητας) κατώτερη από το επιτόκιο που πρέπει να καταβάλουν αυτοί για το ποσό που θα χρειαστεί να δανειστούν για να τα αγοράσουν. Αν πέσει το επιτόκιο, οι επιχειρηματίες μπορούν να αυξήσουν τις επενδύσεις (και αντίστροφα), ενεργώντας έτσι ώστε οι τύποι επένδυσης να έχουν οριακή παραγωγικότητα ίση ακριβώς με το επιτόκιο.
Ώς εδώ η κλασική θεωρία· αλλά οι σύγχρονοι οικονομολόγοι έφεραν ουσιαστικές μεταβολές στον μηχανισμό αυτό: η τάση για αποταμίευση εξαρτάται στην πραγματικότητα περισσότερο από το σύνολο (και τις διακυμάνσεις) του εισοδήματος, παρά από το επιτόκιο. Και με τη σειρά τους οι αποφάσεις για επένδυση εξαρτώνται περισσότερο από τις ευμετάβλητες προβλέψεις των επιχειρηματιών σχετικά με τα μελλοντικά κέρδη, παρά από το ποσοστό του τ.
Γι’ αυτό ο τ. μπορεί να αποδειχτεί ανεπαρκής για να εξασφαλίσει μόνος του την ισότητα αυτή που απαιτείται μεταξύ αποταμίευσης και επένδυσης, η οποία είναι ουσιαστικός παράγοντας για τη διατήρηση της οικονομικής ισορροπίας. Αντίθετα, στις ταλαντεύσεις του τ. αναγνωρίζεται σημασία σχετικά με τον επηρεασμό των αποταμιευτών για τη χρησιμοποίηση των αποταμιεύσεών τους σε τίτλους ή σε ρευστό (ο τ. είναι η ανταμοιβή για την παραίτηση από την προτίμηση της ρευστότητας). Για τους νεότερους οικονομολόγους ο τ. δεν είναι μόνο η τιμή για την αποταμίευση, αλλά και η τιμή για τη χρήση του χρήματος. Με τις μεταβολές της ποσότητας του κυκλοφορούντος χρήματος, η κυβέρνηση επηρεάζει το επιτόκιο.
Οι τροποποιήσεις αυτές όμως δεν αφαιρούν την αξία της κλασικής θεωρίας, που μπορεί να εφαρμοστεί όσο περισσότερο πραγματοποιούνται στο οικονομικό σύστημα καταστάσεις που πλησιάζουν με την κατάσταση της πλήρους απασχόλησης. Τέλος, εδώ έγινε λόγος μόνο για ένα επιτόκιο· στην πράξη υπάρχει ολόκληρη σειρά διαφόρων επιτοκίων, ανάλογα με τις διάφορες μονάδες ποσοστού κινδύνου που έρχονται να προστεθούν στο καθαρό επιτόκιο, ανάλογα με τη διαφορετική ασφάλεια των ποικίλων επενδύσεων, ανάλογα με τη διαφορετική διάρκεια των δανείων (προεξοφλητικός τόκος για τα βραχυπρόθεσμα, κανονικό επιτόκιο για τα μέσα και μεγαλύτερος από τα μακροπρόθεσμα), ανάλογα, με τις διακυμάνσεις της αγοραστικής δύναμης του χρήματος (ονομαστικό επιτόκιο και πραγματικό επιτόκιο).
τοκογλυφία. Έγκλημα που διαπράττει όποιος συμφωνεί ή παίρνει από άλλον περιουσιακά ωφελήματα δυσανάλογα με την παροχή του. Π.χ. δανείζω σε κάποιον 1.000 ευρώ για ένα χρόνο και συμφωνώ να μου επιστρέψει 2.000. Η τοκογλυφία τιμωρείται με φυλάκιση έως 2 χρόνια και χρηματική ποινή. Αν όμως ο δράστης ασκεί την τοκογλυφία ως επάγγελμα ή κατά συνήθεια, τιμωρείται με φυλάκιση από 6 μήνες έως 5 χρόνια και με χρηματική ποινή. Τοκογλύφος είναι ο αισχροκερδής τοκιστής· και ιστορικά ο άνθρωπος που έγλυφε (δηλ. που χάραζε) τους τόκους πάνω στα σανίδια του τραπεζιού του. Η τοκογλυφία τιμωρείται από τον νόμο εφόσον υπάρξουν αποδεικτικά στοιχεία. Και τούτο, γιατί πολλοί τοκογλύφοι μηχανεύονται διάφορους τρόπους ώστε να εμφανίζονται νομικά απρόσβλητοι. Κλασικό παράδειγμα τοκογλύφου θεωρείται ο Εβραίος Σάιλοκ στο θεατρικό έργο του Σαίξπηρ Ο έμπορος της Βενετίας.
Με χονδρικό υπολογισμό το ανατοκιζόμενο κεφαλαίο διπλασιάζεται σε τόσα χρόνια, όσο είναι το πηλίκο της διαίρεσης του αριθμού 70 με το επιτόκιο: π.χ. με επιτόκιο 3,5% διπλασιάζεται σε 20 χρόνια (70: 3,5 = 20)· με 10% σε 7 χρόνια (70: 10 = 7).
* * *ο, ΝΜΑ1. γόνος, γέννημα, τέκνο2. το κέρδος που αποφέρουν χρήματα που έχουν δανειστεί για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα και με ορισμένο επιτόκιο, η τιμή που πρέπει να καταβληθεί για τη χρήση μιας πίστωσης ή ποσότητας χρημάτων (α. «μού επέστρεψε τα χρήματα χωρίς, όμως, τους τόκους» β. «τοῡ πατρὸς ἐκγόνους τόκους πολλαπλασίους κομιζόμενοι», Πλάτ.)νεοελλ.1. (καταχρ.) το επιτόκιο2. (νομ.) είδος σταθερού πολιτικού, όχι φυσικού, καρπού, δηλαδή εισόδημα που απορρέει από χρηματικό ή άλλης φύσεως αντικαταστατών πραγμάτων κεφάλαιο3. φρ. α) «τραπεζικός τόκος» — ο τόκος που εισπράττεται από τράπεζα για δάνεια τα οποία χορηγεί ή ο τόκος που καταβάλλεται από τράπεζα για καταθέσεις οι οποίες γίνονται σ' αυτήνβ) «προεξοφλητικός τόκος» — το προεξοφλητικό επιτόκιο (βλ. προεξοφλητικός)αρχ.1. (για γυναίκα) ο τοκετός, η γέννα («Ἀλκμήνης δ' ἀπέπαυσε τόκον», Ομ. Ιλ.)2. ο χρόνος τού τοκετού3. εμβρυώδης κατάσταση («ἡ φύσις τοῡ παιδίου τοῡ ἐν τόκῳ», Ιπποκρ.)4. (γενικά) δημιούργημα, δημιουργία («ἤ τίκτων λόγους ἤ τῶν ἑτέρων τόκον λαμβάνειν», Λιβάν.)5. μτφ. καταπίεση, στενοχώρια6. φρ. «τόκος τόκου» ή «τόκοι τόκων» — ανατοκισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τοκ-τής ρίζας τού ρ. τίκτω (βλ. λ. τίκτω)].
Dictionary of Greek. 2013.